Τις δεκαετίες '70 & '80 «σφόλι» ονόμαζαν επίσης το, γεμάτο με ουσίες συνήθως, λαστιχένιο μπαλάκι ή σφαιρικό γενικώς δέμα που κάποιος «απ' έξω» πετούσε πάνω από τον τοίχο, το συρματόπλεγμα ή το χώρισμα στις φυλακές ή σε άλλα πειθαρχικά καταστήματα, για να το πάρει ή να το βρει κάποιος από τους «μέσα». Και οι δυο τους βέβαια ήταν συνεννοημένοι από πριν. «Σφόλι» ονομαζόταν επίσης και όλη αυτή η μέθοδος παράνομης προμήθειας ουσιών.

- Τι ώρα σας ανοίγουν; (το προαύλειο)
- Στις 11. - Θα σου 'χω ρίξει το σφόλι από το βράδυ στην πάνω γωνία. Κανόνισε να το βρει κανας άσχετος...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χτύπημα.

Μεταφορικά: κι αυτόν που σε χτύπησε, τον απατεώνα, το ρεμάλι (οπότε καταλήγει και σε βρισιά).

Μπορεί όμως να έχει και θετική σημασία. Μ' ένα σφόλι να πετύχεις κάτι. Βλ. σχόλιό μου στο κυρίως λήμμα.

Η ετυμολογία από τη σφολιάτα εντελώς αβάσιμη.

Είμαι καλυμμένος από το κυρίως λήμμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας:

Προέρχεται απ’ την ιταλική ρίζα sfogli-. Στα ιταλικά sfogliare σημαίνει αφαιρώ φύλλα, μαδώ πέταλα, ξεφυλλίζω, ρίχνω μια ματιά. Εξού κι η σφολιάτα.

Σημαίνει:

  1. τέχνασμα χαρτοκλέφτη (σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη),

  2. απάτη, «μου βγήκε μούφα/ φόλα/φέσι/σκάρτο»,

  3. για πρόσωπα: απατεώνας, λαμόγιο, κομπιναδόρος.

  4. Υποτιμητικά δηλώνει κάποιον ή κάτι που δεν αξίζει την προσοχή, τη μισή μερίδα, την ασχημούλα γκομενίτσα.

  5. για καταστάσεις, κυρίως στην έκφραση τρώω σφόλι σημαίνει: ταλαιπωρούμαι, χώνομαι τα μάλα, γειώνομαι απότομα, παθαίνω νίλα μεγάλο κάζο, πήγα για μαλλί και βγήκα κουρεμένος, μου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι, έσπασα/μου 'πεσαν τα μούτρα μου, βρίσκω το μάστορά μου, την έφαγα σα πούστης.

  6. στις εκφράσεις: πετάω/ρίχνω ένα σφόλι/σφόλια, με πήρανε τα σφόλια, τον αρχίσανε στα σφόλια σημαίνει την προκλητική κουβέντα, το έμμεσο χοντρό πείραγμα, πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές, κουλαντρίζω, τσιγκλάω.

Εδώ όμως το πείραγμα έχει κοινό (συχνά «με λυμένο το ζωνάρι για καυγά») που δε στέκει θεατής αλλά (μπορεί και) νά ‘ναι συνένοχο και συνεργός, οπότε πέφτει σφολοχάλαζο / σφολοβρόχα, με σκοπό να «την ανοίξει» στο θύμα με το οποίο έχει προηγούμενα (αλλού στο σάη ο Hodjas το περιγράφει μια χαρά, αλλά το σφόλι έπρεπε χωρίς «» και χωρίς το «έμμεσο»).

Αν πάλι σε πάρουνε τα σφόλια, ο στόχος ήταν άλλος, αλλά εσύ «είχες τη μύγα και μυγιάστηκες» κι «άστραψε ο κώλος σου», οπότε πέφτει (επιπλέον) και το γέλιο της αρκούδας.

  1. Στα Γιάννενα η «μπουγάτσα» τυλίγεται σε φύλλο και όχι σε σφόλια (σφολιάτα). Προσφέρεται σε δύο παραλλαγές: τυρί και κρέμα.
    (απ’ το δίχτυ)

  2. …ρε συ πονηρόπουλε που πήρες και 2 κράνη και ζΗτω και ΟΥαΟ και μας άνοιξες τα μάτια και μας έδειξες ότι μας κλέβει ο βιφιρις άμα πάω εγώ και πάρω από το σάιτ που λες και φάω κάνα σφόλι και δε πάρω κράνος και και και και ΝΑ ΡΘΩ ΑΠΟ ΚΕΙ ΝΑ ΜΕ ΔΩΣΕΙΣ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΜΟΥ ΠΙΣΩ;;;;; (από μπλογκ)

  3. - Να δεις αδερφάκι μου τι σφόλια είναι όλη η γαμημένη φάρα τους: για ‘να μερεμέτι ούτε δυο μισάωρα, με φραπεδιές και έτσι, μου ‘ραψαν ένα κουστούμι, μου βγήκε ο κούκος αηδόνι.
    - Έε καλά. Το ‘παμε. Ποιος είν’ ο καλύτερος μεζές;
    - Ποιος;
    - Συκωτάκια μάστορα στη σούβλα.

5α. Πάντως ΕΛΔΥΚάς δεν είναι άσχημα. Τον πρώτο καιρό τρως ένα σφόλι, αλλά μετά δε διαφέρει και πολύ από μια μονάδα στην Ελλάδα. Αρκεί να μην είσαι γκαντέμης και σε στείλουν ΕΦ (προσαρμοσμένο απ’ το δίχτυ)

5β. Ο Ερνέστο αδικεί τον εαυτό του παίζοντας έτσι. Τον δικαιολογώ όμως. Το σφόλι που έφαγε από την Ανόρθωση τον έχει κάνει και παίζει συντηρητικά σε όλα τα δύσκολα ματς. Έχει καεί ο άνθρωπος από τότε και έχει το σύνδρομο του φόβου. (αγορασμένο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έφαγα σφόλι είναι συνώνυμο με το έφαγα ήττα, έφαγα πακέτο, έφαγα πίκρα.

-Όλη η Ελλάδα έχει φάει χοντρό σφόλι στο χρηματιστήριο.
-Έ, όχι και όλη.

Βλ. και ψωλιά (τρώω), τρώω φόλα, τρώω πούτσα. Σχετικά: μένω καρότο, μένω πίπα, μένω μαλάκας, καγκελώνω, μένω κάγκελο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από τη νήσο Φολέγανδρο και τη σφολιάτα. Χαϊδευτικά λέγεται και σφολάκι. Προσδιορίζει με τρόπο αρνητικό την ποιότητα έμψυχου ή άψυχου υλικού.

  1. - Τι έγινε εχθές με το γκομενάκι, όλα καλά;
    - Ντάξει μωρέ, σφολιατάκι ήταν!
  1. Ξύπνησα με χανγκόβερ σήμερα το πρωί, μάλλον φταίει το κρασί πού ήταν τρελό σφόλι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία