Υποκοριστικό του Αρμένικου γυναικείου ονόματος Σουρπουή.

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει το θηλυκό που, αν και το παίζει αγία κι εγώ-δεν-ξέρω-τίποτα-στ' ορκίζομαι, στην πραγματικότητα είναι και η πρώτη κουτσομπόλα και μάνα στο να βάζει φιτίλια. Ειδικότερα αναφέρεται σε μικρά κορίτσια -κάτω των 12- που είναι παμπόνηρες κυράτσες και μικρομέγαλες και δε χάνουν ευκαιρία να καρφώσουν τ' αδέρφια, τις συμμαθήτριες τους και όποιον άλλον έχουν όφελος. Σε περιπτώσεις μεγάλης κατινιάς μπορεί ο χαρακτηρισμός να χρησιμοποιηθεί και για άντρες.

- Και δε μου λες Σοφούλα, πού ξέρεις εσύ, δέκα χρονώ παιδί ότι ο θείος και η θεία δεν τα πάνε και πολύ καλά μεταξύ τους; Τι έγινε; Εκεί που έψαχνες να βρεις ένα τραγουδάκι στο κινητό του θείου είδες ένα μήνυμα από τη λεγάμενη; Και τι θα πει λεγάμενη, Σοφούλα; Δεν ξέρεις αλλά άκουσες τη θεία να το λέει; Αχ μωρέ, είσαι μια Σουρπουήτσα εσύ άλλο πράμα... Ούτε ψύλλος στον κόρφο του ο άντρας που θα σε πάρει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία