Στα καλιαρντά μπορεί να σημάνει και την πεολειχία, την πίπα ντε, εκ του μπομπόνα = καραμέλα, γλειφιτζούρι < γαλλικό bonbon.
Στα καλιαρντά μπορεί να σημάνει και την πεολειχία, την πίπα ντε, εκ του μπομπόνα = καραμέλα, γλειφιτζούρι < γαλλικό bonbon.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Είδος βουτιάς, όπου ο βουτηχτής πέφτει από μεγάλο ύψος με τα πόδια οκλαδόν, τα χέρια μαζεμένα, και τον κορμό σχετικά κουρνιαστό. Σηκώνει πάρα πολύ νερό, γι' αυτό άλλωστε και ονομάστηκε έτσι, καθώς μετά το πέρας ο χώρος θυμίζει βομβαρδισμένο τοπίο. Για μια πλήρη καταλογογράφηση των βουτιών, δες το χότζειο πατσά.
- Καλά τι μπόμπα ήταν αυτή, λούτσα μας έκανε!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Εκτός από τους άλλους ορισμούς, σημαίνει και το πολύ βαρύ φαγητό. Συνήθως το λέμε για εξαιρετικά χοληστερινούχα εδέσματα, αλλά και φαγητά που γενικά πέφτουν βαριά στο στομάχι, όπως πχ το στιφάδο. Έχοντας φάει κάτι απ' αυτά νιώθεις πράγματι σα να έχεις μια μπόμπα μέσα σου έτοιμη να εκραγεί.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Πολύ καλά, τέλεια.
Περάσαμε «μπόμπα» και έπεσε και πάρα πολύ γέλιο [...]. (από το διαδίκτυο)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το νοθευμένο ποτό.
- Καλά το ουίσκι χθες ήταν σκέτη μπόμπα...
- Εμένα μου λες... την έβγαλα όλο το βράδυ αγκαλιά με τη χέστρα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Είδος κουρέματος. Έχει ακριβώς την ίδια σημασία με το γουλί. Χρησιμοποιείται κυρίως στην νότια Ελλάδα (σχεδόν άγνωστο από την Λάρισα και πάνω).
- Είδες τον Χρήστο; Μπόμπα κουρεύτηκε.
- Πωω πως έγινε έτσι ο μαλάκας...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία