Από τον τσάτσο (τον γκέι «προϊστάμενο» σε μπουρδέλο). Λέγεται υποτιμητικά για να χαρακτηρίσει άτομα που είναι γλείφτες, σφουγγοκωλάριοι, γυμνοσάλιαγκες, γλίτσηδες.
- Ούτε που τόλμησε ο ξεφτιλισμένος να ξανάρθει... Έστειλε μόνο έναν τσατσάκο του να κόψει κίνηση, αλλά μόλις τον πήραμε γραμμή τον πετάξαμε έξω με τις κλωτσίες!
- Τι έχεις και είσαι στεναχωρημένος;
- Άσε, άργησα το πρωί να έρθω και μου τα έσουρε ο κύριος Γιατομπούτσογλου...
- Ρε γι' αυτόν τον τσατσάκο χολοσκάς; Μην ψαρώνεις με τον γελοίο, όλοι τον έχουνε γραμμένο εδώ μέσα!