Από τον τσάτσο (τον γκέι «προϊστάμενο» σε μπουρδέλο). Λέγεται υποτιμητικά για να χαρακτηρίσει άτομα που είναι γλείφτες, σφουγγοκωλάριοι, γυμνοσάλιαγκες, γλίτσηδες.

  1. - Ούτε που τόλμησε ο ξεφτιλισμένος να ξανάρθει... Έστειλε μόνο έναν τσατσάκο του να κόψει κίνηση, αλλά μόλις τον πήραμε γραμμή τον πετάξαμε έξω με τις κλωτσίες!

  2. - Τι έχεις και είσαι στεναχωρημένος;
    - Άσε, άργησα το πρωί να έρθω και μου τα έσουρε ο κύριος Γιατομπούτσογλου...
    - Ρε γι' αυτόν τον τσατσάκο χολοσκάς; Μην ψαρώνεις με τον γελοίο, όλοι τον έχουνε γραμμένο εδώ μέσα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία