Ως συμπλήρωμα του λήμματος πούτσος:

  1. αντικείμενα ευτελή, μπανάλ, που μας είναι τελείως αδιάφορα, κττ.
  2. μαλακίες, αηδίες, σαχλαμάρες, μπαρούφες, παπαριές, αρλούμπες

Υποκοριστικό: πουτσίδια.

  1. - Ρε πστ!, καλή χρυσή η θεία Ευδοκία, αλλά όποτε έχω γενέθλια, μου χαρίζει κάτι πούτσες... άσε που δεν μπορώ να τα ξεφορτώνομαι γιατί όποτε έρχεται επίσκεψη ζητάει να τα δει...

  2. - Τα έμαθες; σπουδαία τα νέα της Ελένης!
    - Καλά, πούτσες τώρα, κόψε κάτι... μην τα πιστεύεις όλα και συ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι μαλακίες, τα ανούσια και περιττά λόγια.

- Και πώς περιμένεις να την ρίξεις ρε ηλίθιε, όταν για μία ώρα της μιλάς για τα ζώδια; Άσ' τις πούτσες και μπες στο ψητό!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία