Είναι σύνθετη λέξη και προέρχεται απο τις λέξεις ψωλή (ή αλλιώς πούτσα, μαλαπέρδα κτλ) + το ρήμα βαράω -ώ, -άς, -ά, -άμε (για ομαδικό ψωλοβάρεμα), -άτε, -ούν).

Ενίοτε, χρησιμοποιούμε την σύνθετη αυτή λέξη για να περιγράψουμε την γνωστή και προσφιλή πράξη της μαλάκυνσης... κοινώς του αυνανισμού... της μαλακίας ντε... (παραδειγμα #1).

Αλλες φορές πάλι περιγράφει το εργασιακό ωράριο των δημοσίων υπαλλήλων (παράδειγμα #2).

  1. (Διάλογος μεταξύ φίλων. Ο Νίκος δεν είναι παρών) - Μαλάκα, ο Νίκος ψωλοβαρούσε χτες επι 3 ώρες με τα περιοδικά που του έδωσες τις προάλλες...

  2. (Στο τηλέφωνο, διάλογος μεταξύ δύο ιδιωτικών υπαλλήλων. Μιλάνε για τον Νίκο) - Μαλάκα τα έπαιξα στην δουλειά... Μας έχει σκίσει το αφεντικό. Και να φανταστείς αυτό το αρχίδι ο Νίκος ψωλοβαράει όλη μέρα στην εφορία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία