Το λέμε για να δώσουμε σε κάποιον το πρόσταγμα να κάτσει και να χαλαρώσει, να ηρεμήσει.
Επίσης το λέμε σε κάποιον που πέρασε έξω από την καφετέρια με το αμάξι και βλέποντας έναν γνωστό να κάθεται σταμάτησε (χωρίς να σβύσει τη μηχανή), άνοιξε το παράθυρο, κρέμασε έξω το αριστερό του χέρι έτσι ώστε να ακουμπάει κάτω από τη χαλάρωση, ακούμπησε αναπαυτικά το κεφάλι του στο μαξιλαράκι του καθίσματος και κοίταξε τον γνωστό του με ένα ύφος που θυμίζει Κλιντ Ίστγουντ.

- Ρε δεν ακούς το κουδούνι τόση ώρα; Κοντεύω να γκρεμίσω την πόρτα. Α, κατάλαβα, ρε συ πάλι μπάφους πίνεις γαμώ την αγανάκτηση μου γαμώ;
- Άσε ρε δικέ μου, αφού είναι ώρα χαλάρωσης. Σβύσε κι άραξε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία