Ο ανεπρόκοπος, αυτός που δεν έχει χαΐρι.
— Ψήσε ρε μάνα έναν καφέ να ανοίξει το μάτι μου...
— Ουναμ'χαθείς παλιορεμπεσκέ, χαράματα γύρισες πάλι εχτές;
Ο ανεπρόκοπος, αυτός που δεν έχει χαΐρι.
— Ψήσε ρε μάνα έναν καφέ να ανοίξει το μάτι μου...
— Ουναμ'χαθείς παλιορεμπεσκέ, χαράματα γύρισες πάλι εχτές;
Δες και rembesqieu.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!