Ο ανεπρόκοπος, αυτός που δεν έχει χαΐρι.

— Ψήσε ρε μάνα έναν καφέ να ανοίξει το μάτι μου...
Ουναμ'χαθείς παλιορεμπεσκέ, χαράματα γύρισες πάλι εχτές;

Δες και rembesqieu.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία