Ή καλοκαιρινό, αν η καθαρεύουσα δεν ταιριάζει με τα συμφραζόμενα. Κάνω κάτι θερινό / καλοκαιρινό σημαίνει ότι το διαλύω, σε βαθμό που πέφτει το ταβάνι. Συνηθίζεται για κτίρια (μπαρ, καφέ, εστιατόρια, ντίσκο, κλαμπ και λοιπά χαμαιτυπεία).
Μάλλον ξεκίνησε ως έκφραση από το θεσμό των θερινών σινεμά, στα οποία δεν υπάρχει ούτως ή άλλως οροφή.
Συνώνυμο: τα κάνω γιάμπαλα.
- Πάμε ρε Αρίστο σε κείνο το κουτουκάκι στη Χαριλάου να πιούμε καμιά ρετσίνα;
- Ποιο ρε; Εκείνο ανεβαίνοντας για Πανόραμα; Δεν τά 'μαθες; Έγινε ένας τσαμπουκάς τις προάλλες κι ήταν ένας τυπάκος που δεν τον έπιανε λέει το μάτι σου και τό 'κανε θερινό το μαγαζί. Ο μπαρμπα-Θύμιος τραβούσε τις κωλότριχές του.