Μοναχά στον πληθυντικό: κουμπούρια σημαίνει τα βυζιά (όχι τα βυζάκια) που κάνουν μπαμ.

Διαβάστε προσεκτικά τους στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου που τραγουδήθηκαν και από την Πρωτοψάλτη για να δείτε το λογοπαίγνιο με τις δυο έννοιες της λέξης.

Η Μαλάμω με καμάρι
που μοσχοβολά θυμάρι
μεσ' στους δρόμους της Αθήνας
έχει εννιά γι' αυτήν ο μήνας
τα κουμπούρια γεμισμένα
τα 'χει πάντα κουμπωμένα
κι όλοι τρέχουν να τη δουν
με καημό και τραγουδούν.

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Απαράτησε τα γίδια
τα σιγκούνια τα στολίδια
στην Αθήνα μάνι-μάνι
έβανε κοντό φουστάνι
τα κουμπούρια της γεμάτα
τα κουνά π' αναθεμά τα
τα κουνά και περπατάει
κι όλη η Αθήνα τραγουδάει.

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Ρίχνει βόλια η ματιά της
η πλεξούδα η ξανθιά της
με τα φρύδια τα γραμμένα
τα κουμπούρια γεμισμένα
ξεχειλά δροσά και νιάτα
η Μαλάμω η χωριάτα
με λαχτάρα την κοιτάζουν
τραγουδούν κι αναστενάζουν

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

To πιστόλι ή το περίστροφο στην πιο μάγκικη εκδοχή του. Απαντάται και ως «σίδερο» ή «σιδερικό».

- Και σηκώνομαι ρε μάγκα μου να τον πλακώσω στα σούτια και τι βγάζει ρε μαλάκα το άτομο;
- Σουγιά;
- Όχι.
- Μαχαίρι;
- Ούτε.
- Αυτές τις μαλακίες που έχουν οι νίντζα;
- Ούτε.
- Ε, τι έβγαλε ρε γαμημένε; Μας έσκασες!
- Κουμπούρι ρε μαλάκα. Είχε σίδερο μαζί του το αρχιδάκι κι έκανε τον μάγκα. Έτσι ξέρω κι εγώ να κουνιέμαι.

(από acg, 10/05/08)(από patsis, 22/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία