Άκρως υποτιμητικός χαρακτηρισμός αποκλειστικά παθητικού ομοφυλόφιλου από άλλους ομοφυλόφιλους οι οποίοι είναι ή μόνο ενεργητικοί ή, το πολύ πολύ, βερς.

Η λέξη προκύπτει από το αγγλικό bottom = ο από κάτω, με την προσθήκη της κατάληξης -ιέρα. Ωσεκτουτού κλίνεται όπως π.χ. τα ψωμιέρα, σιφονιέρα και μπετονιέρα.

  1. (Από http://the-wrong-guy.blogspot.com)
    Σιχαινόμαστε στους άλλους πράγματα που ενδόμυχα γνωρίζουμε πως βρίσκονται μέσα μας. Εκνευρίζομαι πολύ με τους ψυχαναγκαστικούς γιατί και εγώ σε μερικά πράγματα θέλω να υπάρχει μια σειρά. Πάρε για παράδειγμα αυτές τις σιχαμένες τις ομοφοβικιές. Γιατί ταράζονται τόσο όταν αντιλαμβάνονται ένα γκέι; Διότι κατά βάθος αντί για αντρουά μάγκες όπως αυτοχαρακτηρίζονται είναι μποτομιέρες του ελέους.

  2. (Από http://raptusr.blogspot.com)
    Με τους κοιλιακούς μου και το παραμύθιασμα μου τους έχω γαμήσει όλους. Κώλο για κώλο δεν άφησα. Μπορώ να πω, είμαι ο γαμιάς της Θεσσαλονίκης. Όπως επίσης και ο καλύτερος στο να αποφεύγω τις σχέσεις. Όλες οι μποτομιέρες θέλουν σχέση τόσο απεγνωσμένα, που με το παραμικρό χάδι και με λίγα γλυκόλογα σου κάθονται ασυζητητί. Η Θεσσαλονίκη είναι ο παράδεισος μου. Άσε που έχει περισσότερους bottoms από tops, το αντίθετο με την Αθήνα δηλαδή, σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός φίλου μου, που σημαίνει πως θα έχω να γαμάω εις τον αιώνα τον άπαντα.

(από Khan, 03/05/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία