Αλλοφροσύνη. Αυτό που παθαίνεις όταν βλέπεις το δίχρονο βλαστάρι σου να κάνει καλλιγραφία με τους μαρκαδόρους πάνω στο πανάκριβο μεταξωτό φόρεμα που πήρες για το γάμο της ξαδέρφης σου.

Μου τη βγήκε ένας μαλάκας μπροστά στο φανάρι σήμερα, ήμουνα τσιτωμένη από τη δουλειά και με έπιασε σύστριγγλο.

Βλ. και σχετικό λήμμα λαλίαση

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρίζει κατάσταση αναστάτωσης στην οποία συμμετέχουν πολλά άτομα τα οποία με δυνατή φωνή, καβγαδίζουν, πανηγυρίζουν, γελούν ή γενικότερα βρίσκονται σε φάση αμόκ... Συνήθως χρησιμοποιείται για γυναίκες!

  1. - Η Νίκη πέτυχε τον πρώην γκόμενο της με τη νυν του στο εστιατόριο!
    - Και τι έγινε;
    - Το σύστριγκλο!!!! Πήγε στο τραπέζι του, τον άρπαξε από το γιακά, η νυν ούρλιαζε, έσκασαν και τα σερβιτόρια και προσπαθούσαν να τους χωρίσουν!

  2. Καλά, στο μπάτσελορ πάρτυ της Μαρίας όταν έφτασαν τα gogo boys, έγινε το σύστριγκλο! Κάθε μία που χούφτωνε ένα από τα αγόρια, έκανε τον γύρο του θριάμβου και οι υπόλοιπες χειροκροτούσαν και φώναζαν συνθήματα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία