Την κοπανάω, την κάνω, παίρνω τον πούλο, κόβω λάσπη (ως αποτέλεσμα του άλλου ορισμού).

Εναλλακτικά: (παίρνω) τη σακούλα.

Παλιά έκφραση που απαντά ακόμα στον υπόκοσμο.

Πιθανή προέλευση: από τη σακούλα με τα κλοπιμαία που είναι το πρώτο πράγμα που παίρνει κάποιος όταν του την πέσουν.

  1. - Πώς ήταν εχτές η φάση;
    - Μάπα! Τη σακουλευτήκαμε στο πεντάλεπτο!

  2. - Μπάτσοι!!!
    - Τη σακούλααα!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Την ψυλλιάζομαι, διαισθάνομαι πως κάτι κακό σχεδιάζεται, καταλαβαίνω πως μου την έχουν στημένη.

Μπουλέκος : - Πού να στα λέω! Χτες έβγαλα τσάρκα το εργαλείο στην Εθνική και έπιασα τα 260!
Κάγκουρας : - Τι λε ρε μαλάκα ναούμ, ευτυχώς που δεν σε γράψανε.
Μπουλέκος :
- Χα, ο τόπος ήταν τίγκα στο μπατσικό, αλλά την σακουλεύτηκα και έπαιξα αντιραντάρ. Όταν βάρεσε έκοψα και την έβγαλα καθαρή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η επαναπροσαρμογή της ισορροπίας στα καμπανέλια.

- Ρε μη σακουλεύεσαι σα χλεχλες, βλέπει το παστάκι.. - Άσε τα δικά μου χρειάζονται συχνά ζυγοστάθμιση

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε