Σκοτώνω, πεθαίνω κάποιον, τον στέλνω στον άλλο κόσμο.

  1. Ευχαριστώ πολύ, ναι, το ξέρω, είναι πολύ νόστιμο, αλλά δεν θα πάρω, είναι βαρύ, με το στομάχι που έχω θα με στείλει κατευθείαν!

  2. Τον έστειλε τον γέρο η Λίλιαν, τά 'μαθες; Τα τίναξε πάνω που την είχε καβάλα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Διαλύω μία σχέση, χωρίζω με τη/τον γκόμενα/-ο.

Υπονοείται σαφώς ότι εγώ πήρα την πρωτοβουλία και χειρίσθηκα το θέμα με την δέουσα αποφασιστικότητα.

Συνήθως απαντάται σε χρόνους μελλοντικούς π.χ. θα τον στείλω, ετοιμάζομαι να την στείλω ή παρελθοντικούς π.χ. την έστειλα, τον έχω στείλει εδώ κι ένα τρίμηνο και βρήκα την υγειά μου. Η χρήση στον ενεστώτα είναι σπάνια - αν και το παράδειγμα 2 είναι πραγματικό.

Σχετικά λήμματα: δίνω τα βάγια, σέντρα σουτ, σιχτίρ πιλάφι, σουτάρω, τζάζω.

  1. - Η Φιφή μας τελείωσε. Την έστειλα. Είχε παράλογες απαιτήσεις.
    - Τι απαιτήσεις;
    - Ε, ξέρεις, να βγαίνουμε, να μιλάμε... Και με το βεβαρυμένο αγωνιστικό πρόγραμμα που είχα στο pro η σχέση οδηγήθηκε μοιραία σε αδιέξοδο. Ωραίο μωρό αλλά, πραγματικά, δεν είχα καθόλου χρόνο.

  2. - Παιδιά, μη μου βγάλετε φύλλο τρεις-τέσσερις γύρους. Όχι, δεν υπάρχει πρόβλημα. Απλώς, τώρα μού 'στειλε sms η Γιάννα και είναι από κάτω με το αυτοκίνητο... Λοιπόν, κατεβαίνω, τη στέλνω και επιστρέφω δριμύτερος εντός δέκα, OK;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία