Εν αντιθέσει με την λυματολάσπη, η οποία αποτελείται από βιολογικά κεκαθαρμένες ακαθαρσίες, η λημματολάσπη δεν υπεβλήθη στην εν λόγω διαδικασία με αποτέλεσμα να απαρτίζεται από άχρηστα προϊόντα και μόνον. Αντιπροσωπεύει τον μεγάλο σωρό μέσα στον οποίο καταλήγουν εκατοντάδες λημμάτων, των οποίων μοναδική φιλοδοξία είναι να περάσουν απαρατήρητα (στο 0-0, ούτε πράσινο ούτε κόκκινο). Στην δημιουργία βέβαια του οποίου έχω προλάβει να βάλω κι εγώ ένα χεράκι (ο λημματολάσπουρας).

.

- Μαλάκα, θα τους γαμήσω το Σαββατοκύριακο στο slang! Σού χω κάτι λήμματα μπερκέτι!
- Καλά, χέσε ψηλά κι αγνάντευε, τ'αρχίδια μας κουνιούνται, λημματολάσπουρα!

Ψάχνοντας στη λημματολάσπη (από GATZMAN, 24/04/09)

Βλ. και λύμα, το

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία