Δεν πρόκειται εδώ για τον πασίγνωστο εραστή και συγγραφέα του 18ου αιώνος, αλλά για τον αναλαμβάνοντα υπηρεσία στα τιμημένα μαγειρεία του Ε.Σ. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος ετυμολογείται εκ των καζάνι και νόβας (νέος).

Σχετικά είναι και τα Αη Γιώργης, καλλιόπη κλπ. Απίστευτη η εικόνα του Αη Γιώργη Καζανιάρη (βλ. σχετικό μύδι).

  1. Πάλι με βυσμάτωσαν Αη Γιώργη. Βαρέθηκα να καθαρίζω σκατά, ρε μαλάκα. Χίλιες φορές καζανόβας!

  2. Νέος, μαζέψου, αλλιώς σε βλέπω καζανόβα!

  3. Μού 'χει χρεώσει τα μαγειρεία με 108. Μέρα παρά μέρα καζανόβα με βάζει ο αρχίδας.

Αγιος Γεώργιος ο Καζανιάρης! (από panos1962, 31/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη προέρχεται από το όνομα του διάσημου γυναικοκατακτητή Καζανόβα και συμβολίζει τον φαντασμένο εραστή. Αυτόν που δεν ερωτεύεται ποτέ, ενώ στόχο έχει να εμπλουτίσει τη συλλογή του με πολυάριθμες κατακτήσεις.

Στη στρατιωτική ορολογία αναφέρεται σε αυτόν που ταλαιπωρείται πλένοντας καζάνια στα στρατιωτικά μαγειρεία, ενώ συλλογίζεται με παράπονο τις ερωτικές προκλήσεις της ζωής που κάποτε γευόταν και τώρα στερείται.

  1. - Καλά ρε Καζανόβα, σε πόσες τά 'ριξες στο αποψινό πάρτι;

  2. (Διάλογος στον στρατό)
    - Ρε σειρά, τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
    - Άστα μεγάλε πάλι θα κάνω τον Καζανόβα στα μαγειρεία. Αντί ρε φίλε να λάμπω εγώ κρατώντας γκομενάκια στην αγκαλιά μου, θα κάνω τα καζάνια λαμπίκο. Ρε που καταντήσαμε.
    - Μη το βάζεις κάτω ρε... 234 και ξημέρωσε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία