Στην έκφραση (πληρώνω) ντούκου: (πληρώνω) σε μετρητά.

  1. — Στα 450 ευρώ ο 800αρης χωρίς σκληρό, είναι η τιμή που ακολουθούν λίγο πολύ τα περισσότερα καταστήματα...
    — Και πολλά από αυτά [...] δεν κάνουν ούτε την παραμικρή ευκολία ή δόση να φανταστείς.Τα θέλουν ντούκου τα λεφτά λες και είμαστε εφοπλιστές. (από φόρουμ)

  2. Δηλαδή με τα λεφτά ντούκου πας πιο χαμηλά σε τιμή; (από φόρουμ)

  3. Αν δώσεις τα χρήματα με δόσεις, ουσιαστικά τον κρατάς σαν εγγύηση, έτσι δεν είναι; Γιατί αν τα δώσεις ντούκου, μετά μην τον είδατε τον Κίτσο... (από φόρουμ)

  4. Αλήθεια κ. διοικητά της ΥΠΑ ποιος παρέλαβε τις μισές μελέτες για το αεροδρόμιο, τις οποίες ο φορολογούμενος Έλληνας τις πλήρωσε ντούκου και μάλιστα ακριβά; Αυτοί που τις παρέλαβαν δεν έχουν ποινικές ευθύνες; (από τον διαδικτυακό τύπο, εδώ)

Βλ. και μπραφ, ντάγκα ντάγκα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αδιαφορία μπροστά σε ένα σημαντικότατο θέμα.

- Τί κάνει ο γιος σου; Διαβάζει για τις πανελλαδικές; Δεν έμεινε και πολύς καιρός για τις εξετάσεις.
- Άσ' τα να πάνε. Στο ντούκου το αντιμετωπίζει. Τι να πω; Θα σκάσω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αγνόηση κάποιας συνηθισμένης κατάστασης. Λέξη που προέρχεται από τον γνωστό όρο του πόκερ.

- Τί έγινε ρε φίλε; Κάθε χρόνο στα γενέθλιά σου έκανες πάρτυ. Φέτος τίποτα; Στο ντούκου θα τη βγάλεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία