Συγκεκριμένη σύσπαση των μυών του προσώπου, η οποία συνίσταται στο σμίξιμο των φρυδιών, την εμφάνιση πρόσκαιρων ρυτίδων στο μέτωπο, το στένεμα των ματιών και την ένδειξη αναγούλας ή αηδίας στα χείλη. Φυσιολογικά εμφανίζεται όταν το υποκείμενο σιχαίνεται, όπως στην περίπτωση μίας ξαφνικής δυσάρεστης οσμής (μίας δολοφονικής κλανιάς πχ), εξ ου και η συνολική γκριμάτσα ονομάζεται σίχαμα. Πολλές φορές δε, συνοδεύεται από έναν απροσδιόριστο ήχο ο οποίος συνοδεύει την εκφορά μίας λέξης ή πρότασης, ή σε περίπτωση που το σιχαινόμενο υποκείμενο δεν μιλάει, απλά χρησιμεύει ως ηχητική υπόκρουση της προαναφερθείσας γκριμάτσας και ακούγεται σαν μια συριστική εισπνοή αέρα.

Περιέργως, η εν λόγω γκριμάτσα χρησιμοποιείται από πολλούς όταν την έχουν δει κάπως και αισθάνονται πολύ ανεβασμένοι για κάτι που τους συμβαίνει ή κάτι που αφηγούνται, τονίζοντας έτσι το πόσο χάι τύποι είναι. Το σίχαμα με την χρήση αυτή χρησιμοποιείται ευρύτατα στον ελλαδικό χώρο όπου το εθνικό σπορ είναι το να πουλάμε μούρη, αλλά είναι δύσκολο να το αντιληφθεί ο ανυποψίαστος παρατηρητής, αφ' ενός γιατί μπορεί εύλογα να θεωρήσει ότι το σιχαινόμενο υποκείμενο όντως ήταν απλά αποδέκτης μίας σιχαμερής κλανιάς για παράδειγμα και αφ' ετέρου γιατί το σίχαμα μπορεί (αν δεν το ξεφτιλίσει ο σιχαινόμενος) να είναι αδιόρατο και αντιληπτό μόνο από τους μυημένους.

Η σχετική κλίμακα μέτρησης της έντασης του σιχάματος είναι από το 2 μέχρι το 20 μόνο στα ζυγά νούμερα (άγνωστο γιατί) και ενώ το δυαράκι σίχαμα είναι σεμνό και πραγματικά αδιόρατο όπως προείπα, το εικοσαράκι είναι περίπου στα πρόθυρα του ξερατού.

Στο γνωστό βιντεάκι που ακολουθεί παρακαλώ να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο που ο εξ αριστερών συμμετέχων (και σιχαινόμενος) αναφέρεται (α) στο ότι ετοιμάζεται «να κατέβει για μπόντυ μπίλντερ» και (β) στο ότι την έχει 22 εκατοστά. Κατά την εκφορά και των δύο επιδεικνύει σίχαμα δυαράκι έως τεσσαράκι.

(από acg, 10/06/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία