Αυτός που έχει πιει τόσο πολύ ώστε άγει και φέρεται ωθούμενος όχι από το αίμα, αλλά από το οινόπνευμα που τρέχει στις φλέβες του.

Δυο φίλοι συντρώγουν σε ταβέρνα. Ο ένας (Πέτρος) είναι νηφάλιος, ο άλλος(Κώστας) είναι σκνίπα στο μεθύσι.
Κώστας: Κάτι θες να πεις... αλλά δε σε πιά...νω.
Πέτρος: Φυσικό και επόμενο ρε Κώστα. Τόση ώρα σου μιλάω με πνεύμα, αλλά που να με πιάσεις, έτσι σωστό οινόπνευμα που 'χεις καταντήσει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία