Φεύγω από κάποιο μαγαζί, κυρίως νυχτερινό (club, μπουζούκια και τα συναφή), χωρίς να πληρώσω τα ποτά ή ό,τι άλλο πήρα.

Απαντάται και ως: σκάω / ρίχνω κανόνι και πιο συχνά βαράω / σκάω / ρίχνω πιστόλι / πιστολιά

  1. Ρε μαλάκα, δεν τιγκανά τώρα που δε μας βλέπει ο τσεκαδόρος;
    – Τι; Να σκάσουμε κανόνι;
    – Ναι ρε. Σιγά μην του δώσω 120 ευρώ για ένα μπουκάλι μπόμπα βότκα. Τόσα του λείπανε;

  2. – Τι κάνατε χτες ρε;
    – Άστα να πάνε ρε. Πήγαμε χθες στα μπουζούκια και πήραμε 3 μπουκάλια.
    Κυριλέ δηλαδή.
    – Τι κυριλέ ρε που όταν ήρθε η ώρα να πληρώσουμε είδαμε ότι μας λείπανε 70 ευρώ.
    – Και τι κάνατε ρε; Σκάσατε πιστολιά;
    – Όχι κάτσαμε! Πάλι θα κάνουμε κάνα δίμηνο να εμφανιστούμε στο μαγαζί.

Δες ακόμη: πιστολιάζω, πιστόλιασμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πτωχεύω, φαλιρίζω, βαράω φαλιμέντο, το διαλύω το μαγαζί με συνοπτικές διαδικασίες αφήνοντας τόγκες αριστερά και δεξιά, χρωστώντας σε όποιον έχει ελληνική υπηκοότητα. Δεν είναι καλό πράμα. Είναι όμως σύνηθες. Συμβαίνει δε και εις Παρισίους, καθώς και στις καλύτερες οικογένειες του Κολωνακίου, ονόματα δεν αναφέρουμε, υπολήψεις δεν θίγουμε.

Ετυμολογικά δεν είμαι σίγουρος πώς μας προέκυψε, αλλά έχω την εντύπωση ότι έχει να κάνει με τον ήχο: η κανονιά είναι ένα δυνατό και εντυπωσιακό γεγονός που δεν περνάει απαρατήρητο, όπως και το να κλείσει ξαφνικά μία επιχείρηση και ν' αφήσει πιστωτές, προμηθευτές, πελάτες κι εργαζομένους παγωτό.

- Τά 'μαθες; Ο Χατζημπουζουκοβλασάρογλου βάρεσε κανόνι.
- Όχι ρε πούστη μου! Τι λες τώρα... Κι έχω μία επιταγή του που λήγει την άλλη βδομάδα για 50 χιλιάδες ευρώπουλα.
- Ε, θα πάρεις κι εσύ τ' αρχίδια σου, όπως και οι άλλοι. Άντε, καλημέρα.
- Κακή, ψυχρή κι ανάποδη ρε Μητσοτάκουλα. Όποτε σε βλέπω για κακό είναι, γαμώ το φελέκι μου μέσα...

Δες και βαράω διάλυση.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία