Το ποτό ή το ρόφημα που, λόγω ξενερωσιάς ή τσιγκουνιάς, έχει παρασκευαστεί με πολύ περισσότερο νερό απ' όσο χρειάζεται.
- Να σου κάνω μια σούπα, πού 'χεις τον λαιμό σου;
- Μπλιάξ! Δεν τα πίνω εγώ αυτά τα νερομπούλια!
- Καλά βρε παιδάκι μου, μη φωνάζεις και βήχεις όλη νύχτα, να σ' την κάνω σφιχτή...
- Όχι ρε μάνα, άσε με ήσυχο, θα ξεράσω!
- Μα αφού το είπε κι ο γιατρός ότι θα σου κάνει καλό.- Δεν ξαναπάω σ' αυτή την καφετέρια, όλο νερομπούλι τον κάνει τον καφέ.