Κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι κυρίως όταν δεν περνάς καλά σε ένα μπαρ (έφαγες μόντα ή αλλιώς ήττα). Το μαγαζί αυτό χαρακτηρίζεται ως μοντάδικο.

Ανάλογα με το πόσο άσχημα πέρασες υπάρχουν δύο διαβαθμίσεις μόντας, η απλή μόντα και η καθαρή μόντα. Επίσης στα πλαίσια του χιούμορ μπορείς να περιγράψεις την χειρότερη κατάσταση ως πεντακάθαρη μόντα (ή αλλιώς υπερμόντα) την οποία την έδωσαν στον Πάπα για να την Αγιάσει.

Χάλια το μαγαζί, φάγαμε τρελή μόντα σήμερα. Δεν ξαναπατάω σε αυτό το μοντάδικο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το αγγλικό mod, που στην συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί σύντμηση της λέξης modification και αναφέρεται στην διά χειρός τροποποίηση μίας συσκευής για να κάνει κάτι παραπάνω (ή κάτι διαφορετικό) από αυτό είχε κατά νου ο κατασκευαστής.

(Να μην συγχέεται με την άλλη σημασία της λέξης mod, αυτή που αποτελεί σύντμηση της λέξης modulo, και παραπέμπει σε μαθηματικές έννοιες, θεός φυλάξοι...)

Κλασσικό παράδειγμα μόντας είναι τα τροποποιημένα παπιά (όχι τα πτηνά, αυτά με τις ρόδες), με παράξενες εξατμήσεις σέμπρικ, σέλες, πηρούνια, τροχούς και κινητήρες.

Άλλο παράδειγμα είναι ο Υπολογιστής που ο ιδιοκτήτης έχει ξηλώσει τους αρχικούς μηχανισμούς απαγωγής θερμότητας και έχει εγκαταστήσει στη θέση τους ένα μικρό ψυγείο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ του ρήματος μοντάρω. Πράξη η οποία σε βγάζει από μπελάδες, εξασφαλίζει λούφα, φορτώνει το φταίξιμο σε κάποιον άλλο, κτλ. Συντάσσεται με ρήματα τύπου βρίσκω, κάνω, κτλ.

- Ωχαδερφέμ τι σκοτίζεσαι τώρα, όλο και κάποια μόντα θα βρούμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία