Λέξη από τα γαλλικά (claquage) που σημαίνει θλάση μυών ή/και, αν δεν απατώμαι, βραχυκύκλωμα, διακοπή ρεύματος, κάτι τέτοιο. Εμείς το χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ξαφνική ψυχολογική κατάρρευση ενώ όλα πηγαίναν όχι μόνο καλά, ίσα-ίσα υπερλειτουργούσαμε κιόλας.

Ο Αντρέας τά 'μαθες; Βάρεσε ένα κλακάζ στα καλά του καθουμένου και τώρα νομίζει ότι τον παρακολουθούν, ότι τον κυνηγάνε να τον βουτήξουν για λύτρα, ότι θέλουν να τον φιμώσουν γιατί αυτός ξέρει όλα τα μυστικά της εταιρείας αλλά και της παγκόσμιας συμφιλίωσης, γάμησέ τα... Ψυχάκιας μας βγήκε κι αυτός...

βλ. και βλακ άουτ, μπλακάουτ, κοκομπλόκο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία