Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί χαριτολογώντας και σαν πείραγμα προς μια τσαχπίνα και χαριτωμένη γυναίκα που προκαλεί αναστάτωση στον αντρικό πληθυσμό.

- Της γυάλισε της ξωτικίνας ο νάνος.
- Α την σουρτούκω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο όρος συναντάται και ως σουρτούκα και είναι προελεύσεως τουρκικής (sürtük είναι η γυναίκα ελευθέρων ηθών, αυτή που τριγυρνά εδώ κι εκεί). Και στα Ελληνικά, χαρακτηρίζει τη γυναίκα που δεν είναι νοικοκυρά, δεν φροντίζει το σπίτι και την οικογένειά της και δεν αναλαμβάνει ευθύνες. Με άλλα λόγια αυτή που κυνηγά τις ερωτικές περιπέτειες και τα γαμήσια.

Έχω βαρεθεί να τρώω παλιογύρια, μού έχει λείψει το σπιτικό φαγητό. Αλλά με τη σουρτούκω που παντρεύτηκα, που να γευθώ σπιτικό φαγητό...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του ψωλαρπάχτρα.

Η φίλη μου η Λίτσα η σουρτούκω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε