Ξαφνική, συνήθως, μεταβολή της ψυχικής διάθεσης προς το χειρότερο.
Ήμουν μία χαρά όλη μέρα, τι ήθελα και έκατσα να δω ειδήσεις, έπαθα φοβερό νταούνιασμα!
Ξαφνική, συνήθως, μεταβολή της ψυχικής διάθεσης προς το χειρότερο.
Ήμουν μία χαρά όλη μέρα, τι ήθελα και έκατσα να δω ειδήσεις, έπαθα φοβερό νταούνιασμα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!