1. Στην κλασική αργκό, το αστυνομικό τμήμα, το στρουμφοχωριό.

  2. Διάφοροι μαφιόζικοι σχηματισμοί, που δεν αποτελούν κατ' ανάγκη οικογένεια με την βιολογική έννοια.

  3. Παρτουζοειδείς σχηματισμοί, όπου όλοι πάνε με όλους εν είδει οικογένειας γαμιόμαστε. Η πυρηνική οικογένεια είναι το τελειω-ménage à trois. Ιδίως αυτά που ένα μεγαλύτερο σε ηλικία ζευγάρι βρίσκει ένα διπαί, όπως o Bardem και η Penelope την Kristina στο Vicky Cristina Barcelona. Εκεί όντως το μενάζ (υποτίθεται ότι) ανανεώνει το ζευγάρι σαν την γέννηση ενός παιδιού, που πέφτει όλη η προσοχή σ' αυτό και οι γονείς ξαναζούν τα νιάτα τους από την αρχή. Υπάρχουν, ωστόσο, και πολύτεκνες οικογένειες, όπου χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.

  1. — Τι κάνει ο Μήτσος;
    — Πέρασε τις γιορτές με την οικογένεια.

  2. Η Στρέλλα βρήκε τελικά την οικογένεια που αποζητούσε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα αντρικά γεννητικά όργανα.

Μετωνυμία που βασίζεται ξεκάθαρα στην αναπαραγωγική λειτουργία του άντρα και έχει και την ανάλογη σημασιολογική φόρτιση, όπως φαίνεται κι από πιθανές χρήσεις της: «θα σου διαλύσω την οικογένεια», «την οικογένειά σου και τα μάτια σου» και λοιπά.

  1. [...] Νά σου εμφανίζεται ο Μοναχικός Λύκος, της κλείνει το δρόμο και μ' ένα χαμόγελο πλατύ φαρδύ που αφήνει τα χρυσά του δόντια να φεγγοβολούν μες τη νύχτα της λέει: «Δε μου λες αδελφούλα, τι κρατάς μες το καλαθάκι; Κουλουράκια;» «Δουλειά σου Λύκε» είπε η Σκουφίτσα και του 'δωσε μια γερή κλοτσιά στην οικογένεια [...]. (από ιστολόγιο)

  2. Ά ρε Στέφανε, δεν ήταν η μέρα σου. Δυο φορές στα δάχτυλα, μια στο χέρι και μια στην οικογένεια. (από φόρουμ, σχολιασμός για παιχνίδι πέιντμπολ)

Στο 1.25, από την σλανγκενεργή ταινία του Νίκου Περάκη "Η Φούσκα". (από Khan, 17/02/14)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία