Η ακατάπαυστη και αλόγιστη πόση άφθονης μπύρας, κατά προτίμηση πράσινης.

Παράγωγα: έμπυρος, ο πίνων μπύρες, εμπυρότατο, έμπυρο σε υπέρτατη μορφή.

Φράσεις: όταν μιλάει ο τάδε μιλάει η μπύρα, προερχόμενο από το ρητό «όταν μιλάει ο τάδε μιλάει η πείρα».

- Όλο το καλοκαίρι μπύρα παραλία και κορίτσια το περάσαμε.
- Από εμπυρίες δηλαδή φέτος είσαι γεμάτος.

Παρόμοιες λεξιπλασίες: Μπιρλανδία, μπυρασφάλεια, μπύρινγκ, μπυρίτσουαλς, μπυρουέτες, μπυρωίνη, όπου φτωχός κι η μπύρα του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία