Το μόγγολο είναι ήπιος υβριστικός χαρακτηρισμός που αναφέρεται σε νεαρούς και νεαρές. Συγκεκριμένα χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο ο οποίος δεν έχει ενταχθεί πλήρως στην κοινωνία και διστάζει να εμπλακεί σε κοινωνικές δραστηριότητες. Επίσης μόγγολο είναι το άτομο που όχι μόνο δεν είναι ιδιαιτέρα κοινωνικό αλλά έχει μείνει πίσω σε διαπροσωπικές και σεξουαλικές σχέσεις. Τέλος μόγγολο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτός που αποκλίνει από τα πρέπει της κοινωνίας του.

Του ζήτησα να πάει να ρωτήσει στο περίπτερο προς τα πού είναι το μαγαζί που ψάχνουμε και μου είπε «τι ακριβώς να πω;», στο τέλος μπέρδεψε τα λόγια του, τι μόγγολο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για χρήση ενός γενετικού συνδρόμου - Down's/τρισωμία 21 - ως προσβολή, κυρίως απευθυνόμενη στη νοημοσύνη (ένα από τα γνωστά συμπτώματα του συνδρόμου).

Επίσης, μόγγολο χαρακτήρισε ο Varg Qisling Larssøn Vikernes (ή αλλιώς Burzum) τον Eyronymous, ως αιτιολόγηση για τη δολοφονία του τελευταίου (από τον πρώτο!).

Φημολογείται ότι είναι η πρώτη χρήση του όρου (συμπεριλαμβανομένης της μετάλλαξης) ως μπινελίκι.

- Δεν είσαι καθαρός, μόγγολε!!!

(... και κάρφωσε το μαχαίρι στο κεφάλι του.)

(από Khan, 04/08/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ανθρώπους αργόστροφους που όσο και αν προσπαθείς να τους εξηγήσεις κάτι δεν λένε να το καταλάβουν.
Εντοπίζεται πολλές φορές σε Δημόσιες Υπηρεσίες, όπου έχουν μπει με βύσμα.

Άσε ρε φίλε, έπεσα σε ένα μόγγολο υπάλληλο και έκανα μια ώρα να τελειώσω τη δουλειά μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία