Άνθρωπος ζαλισμένος ή μεθυσμένος από την κατανάλωση αλκοόλ ή την χρήση ελαφρών ναρκωτικών. Αφορά όμως κυρίως στη χρήση του ναργιλέ.

Πώπω αδερφέ μου! Εχτές στον τεκέ του Τάσου γίναμε όλοι μανουάλια απ' το μπάφο.

Βλ. σχόλιο Δελιολάνη (από Khan, 29/07/13)

Δες και λιάρδα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως φύσει και θέσει ειδικός επί θρησκευτικών θεμάτων και αυτόκλητος ειδήμων επί τεχνολογίας, αλλά κυρίως ως ένθερμος υποστηρικτής της τάσης εξελληνισμού των βαρβαρικών όρων που κατακλύζουν το νεοελληνικό μας ιδίωμα, καταθέτω την έντεχνη απόδοση του όρου μάνιουαλ που όλοι μας αγαπήσαμε.
Καταφανώς η έμπνευση έγκειται στην ηχητική συγγένεια των λέξεων, αλλά δεν νομίζω να μπορεί να αρνηθεί κανείς ως (ασυνείδητο, έστω) κίνητρο τις θρησκευτικές νοητικές αναπαραστάσεις που προξενούν οι χριστοπαναγίες αυτών που δεν αναγιγνώσκουν το γαμημένον το εγχειρίδιον.

Ελευθέρα απόδοσις διαλόγου που αντηλλάχθη στο φόρουμ των 4Τροχών (κομμάτι του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού έλεγε η διαφήμιση;;;)
- Τι λάδια να βάλω στο αυτοκίνητό μου;
- Το μανουάλι τι λέει;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Με την κλασική έννοια μιλάμε για το σκεύος όπου βάζουμε τα κεριά στην εκκλησία. Με την γκατσμάνειο έννοια, η ποσότητα των κεριών, το σχήμα του κεριού, η φλόγα του, ξυπνάνε σλανγκικούς συνειρμούς στο σεξουαλικό πεδίο. Το κερί λιώνει, αλλά το μανουάλι είναι πάλι εκεί για να υποδεχτεί το επόμενο κερί. Για να μην πολυλογούμε, το μανουάλι είναι ο υποδοχέας της λαμπάδας.

Να μην συγχέεται (τουλάστιχον όχι απαραίτητα) με την μανουέλα και τα κάθε λογής manuals.

Φοβερή ανάφτρα! Για να μην πω φοβερή καντηλανάφτρα! Την βάζει την λαμπάδα στο μανουάλι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία