Ελέγχω. Κάνω κουμάντο. Φέρνω βόλτα. Όλα αυτά με μια σχετική δυσκολία διότι το άτομο, το ζώο, το μηχάνημα ή το εργαλείο που προσπαθώ να κοντρολάρω είναι απείθαρχο, ζαβό, απρόβλεπτο.

Έκφραση παλιά και καθιερωμένη. Προέρχεται από το Τούρκικο zaptetmek, zapt που σημαίνει ακριβώς «χαλιναγωγώ», καταλαμβάνω με τη βία αλλά και καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα. Από την ίδια ρίζα στα Τούρκικα είναι και το zaptiye που σημαίνει χωροφύλακας και που στα Ελληνικά έχει περάσει ως ο ζαπτιές ή ζαφτιγιές. Για την χρήση της λέξης «ζαπτιές» και περισσότερες πληροφορίες για την ετυμολογία της δες και το σχόλιο του halikoutis στο λήμμα μπασκίνας.

  1. Τον κόβεις για μισοριξιά τον Περικλή,αλλά βάρδα να μην τα πάρει στο κρανίο ... τρία μπεντένια δεν μπορούσανε να τον κάνουνε ζάφτι προχτές που κάποιος είπε κάτι για την Λίλιαν.

  2. Απίστευτος τύπος. Κοντούλης, αδύνατος, με μια αλογοουρά και μια μεγάλου κυβισμού μηχανή, που πάντα αναρωτιόμουν πώς την κάνει ζάφτι. (Από το http://karavaki.pblogs.gr)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία