Κουμπιά αποκαλούνται κωδικοποιημένα σε κλειστές ομάδες ανθρώπων, όπως οι φαντάροι ή οι χρήστες / περιθωριακοί, τα χάπια - ταμπλέτες και μάλιστα συγκεκριμένες κατηγορίες αυτών, τα λεγόμενα ψυχοφάρμακα, ήτοι ονομαστικά (κυρίως) τα κάτωθι:

=> Βενζοδιαζεπίνες: Έχουν αντιαγχώδη, ηρεμιστική, υπαναγωγό δράση που ξεκινά ανάλογα με τη δοσολογία τους και την απάντηση του λήπτη μισή έως δυο ώρες από τη λήψη τους και διαρκεί (χρόνος ημίσειας ζωής) 6-18 ώρες. «Δημοφιλέστεροι» εκπρόσωποι της κατηγορίας αυτής είναι τα Λεξοτανίλ (γνωστό στις τάξεις του Ε.Σ. με το παραπλανητικό ευφημισμό Παλεβοτανίλ), Ταβόρ, Ζάναξ, Σεντράκ κ.λπ. Στα συν τους είναι η χαμηλή λιανική τιμή τους όταν τα προμηθεύεται κανείς από φαρμακείο με ειδική ιατρική συνταγή (όχι παραπάνω από 2.5 γιούρια για ένα κουτί με 20-30 χάπια) που όμως όταν πωλούνται ένα-ένα ως «κουμπιά» π.χ. σε ένα φυλάκιο πιάνουν 2 με 3 ευρώ το κάθε κουμπί ξεχωριστά. Στα μείον είναι το γεγονός ότι οι βενζοδιαζεπίνες πολύ γρήγορα (εντός 20 μόλις ημερών καθημερινής χρήσης) προκαλούν εθισμό, ανοχή και εξάρτηση.

- εθισμός: το άτομο δεν την παλεύει χωρίς αυτές και τις επιζητά πάση θυσία - ανοχή: χρειάζεται προοδευτικά όλο και μεγαλύτερη δόση προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα (ζαβλάκωμα) - εξάρτηση: η στέρησή τους επιφέρει συμπτώματα όπως άγχος, τρέμουλο χεριών κ.α.

Έχει μείνει ιστορική η ρήση του τ. προπονητή του ΠΑΟΚ Άγγελου Αναστασιάδη ότι ο ποδοσφαιριστής της ομάδας Περουβιανός Πέρσι Ολιβάρεζ ερχόταν στις προπονήσεις μάστουρας από τη λήψη Λοξοτανίλ (ναι με «Λο»).

=> Βουτυροφαινόνες: Προκαλούν καταστολή της ψυχοκινητικής διέγερσης και του παραληρήματος των ψυχωσικών (π.χ. παρανοϊκές ιδέες διώξεως: Ο Επιλόχ εχθρεύεται εμένα προσωπικά από όλο τον Λόχο, γι΄αυτό με χώνει συνέχεια, επιδράσεως: Η γκόμενά μου μου έχει κάνει μάγια για να σκέφτομαι μόνο αυτή, συσχετίσεως: Εκείνο το ψόφιο σπουργίτι δεν βρέθηκε τυχαία πίσω απ΄τη σκοπιά μου, κάποιοι το έβαλαν σαν απειλή / προειδοποίηση). Δεν σε «φτιάχνουν», αλλά μπορούν να σε απαλλάξουν / απελευθερώσουν από έμμονες ιδέες, και να σε ζαβλακώσουν βαθιά. Δεν προκαλούν εξάρτηση ή εθισμό, αλλά έχουν πλήθος από ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως π.χ. «μάγκωμα» μυών κορμού και προσώπου που σε κάνουν να μη μπορείς να στρίψεις και να μοιάζεις με χαλκομανία, ή την εμφάνιση παραληρήματος καθ΄εαυτού σε νορμάλ μέχρι τότε άτομο. Και αυτά είναι φτηνά (τουλάχιστον τα παλαιάς κοπής), με κύριους εκπροσώπους τα Αλοπεριντίν και Ζουλεντίν.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, προ ολίγων ετών, διαβολικός νους τις σε αγώνα ομάδας του Λεκανοπεδίου εναντίον του Ηρακλή, τρύπησε με σύριγγα και «εμπλούτισε» με Αλοπεριντίν τα νερά των φιλοξενουμένων, με σκοπό να θέσει νοκ-άουτ τους παίχτες τους, κάτι που επέτυχε αφού πολλοί εξ αυτών εμφάνισαν κοιλιακά άλγη και καταβολή δυνάμεων και τελικά δεν αγωνίστηκαν.

Και τα δυο άμα συνδυαστούν με αλκοόλ, σε κάνουν σκατά και μπορούν να σε οδηγήσουν μέχρι και την απογείωση, αλλά έτσι κι αλλιώς είναι ου μπλέξεις καθότι μεγάλο χάσιμο.

  1. Δίκας, που ξέρει τι του γίνεται σε πρωινή αναφορά:
    - Αν πιάσω φαν να σπρώχνει κουμπιά μες στο Τάγμα, θα τον στείλω Στρατοδικείο!

  2. - Φίλε, έχω κουμπιά. Είσαι;
    - Ρε α πάαινε απέ δω.

κουμπιά (από allivegp, 27/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. βλ. κουμπί και παιδί-κουμπί

  2. η κλειτορίδα (μπαμπαδισμός)

  3. το ευαίσθητο σημείο κάποιου. Έννοιες:

α. θετική (βρήκε το κουμπί μου = με κάνει ό,τι θέλει. Πιθανόν να υπονοείται μεταξύ άλλων και το 2)

β. αρνητική (μου πάτησε το κουμπί μου, όπως λέμε «μου πάτησε τον κάλο», δηλ. «με χτύπησε εκεί που πονάει» με αποτέλεσμα να με τινάξει στον αέρα λες και ήμουν μηχάνημα και μου πατήθηκε ένα κουμπί και πήρα μπρος)

  1. πατάω τα κουμπάκια μου: Βαφκαλιζόμενος /-η με κάποια πρόχειρη παραμύθα, θέτω εν ενεργεία όλο το απόθεμα της ψυχραιμίας μου ώστε, όχι μόνο να μην ανοίξω το στόμα μου σε μια δεδομένη στιγμή (κατά την οποία τα έχω πάρει στην κράνα, αλλά δεν με παίρνει ή δεν θέλω να αντιδράσω), αλλά και να δείχνω κουλ ή, ακόμα χειρότερα, χαρούμενος /-η. Έκφραση εμπνευσμένη από την ηδονή που μας προσφέρει η τεχνολογία (όχι πάντα...) όταν, με το πάτημα ενός κουμπιού, ταχτοποιούνται όλα μια χαρά και γρήγορα-γρήγορα.

  2. Τα πλήκτρα ηλεκτρονικών υπολογιστών, συσκευών, κλπ. Εξ ου και κουμπάκιας, δηλ. ο τεχνικός που τα χειρίζεται (υποτιμητικό).

  1. - Μανίτσα μου, σ' αρέσει που σου χαϊδεύω το κουμπί σου;
    - ...

3(α). - Σ' έχει καταφέρει πάντως ο Σάκης. Πώς έτσι;
- Με αγαπά.
- Άντε μωρέ, σε αγαπά και αηδίες τώρα! Έχει βρει το κουμπί σου, αυτό είναι όλο.
- Ναι, επειδή με αγαπά.

3(β). Με το που μου το είπε αυτό, λες και μου πάτησε το κουμπί μου, μαλάκα. Τρελάθηκα! Μού 'ρθε να τον σκοτώσω, τον μουνίκακα...

  1. - Και πώς κρατήθηκες και δεν τού 'κανες τη μούρη κρέας;!
    - Είχα πατήσει τα κουμπάκια μου και χαμογέλαγα. Τι νά 'κανα, πες μου συ. Άν άνοιγα τον βόθρο θα ήμασταν στα κρατητήρια τώρα.

  2. Ρε κουμπάκια, ξεκόλλα και πάμε για καναγκαφέ! Τελείωνε!

(από electron, 02/10/09)(από electron, 02/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνήθως το ναρκωτικό ecstasy, αλλά χρησιμοποιείται και για άλλα ναρκωτικά σε μορφή χαπιού.

  1. Θα βρούμε κανένα κουμπί για το πάρτυ ή θα πάμε ξενέρωτοι;

  2. - Καλά ρε, κουμπωμένος ήρθες στην σχολή πρωί-πρωί;
    - Είχα πάει σε ένα πάρτυ χτες το βράδυ και ήρθα κατευθείαν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία