Βασικά μονόχνωτος, με ολίγον από μπουνταλάς, από σπαστικός και από μουτρωμένος.

  1. Ο Τάκης δεν βγαίνει ποτέ από το σπίτι, είναι πολύ μουντρούχαλος.

  2. Τι έχεις σήμερα και είσαι έτσι μουντρούχαλος;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άνθρωπος που δίνει την αίσθηση της απλυσιάς, ακατάστατος, απρόσεκτος, αγενής και κάπως μειωμένης ευφυίας.

Θες σοβαρά να καλέσουμε και τον μουντρούχαλο στο σπίτι μας;

Αφού πήγε ο μουντρούχαλος στην τουαλέτα τώρα πρέπει να την απολυμάνω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε