Παράφραση της λέξης αμαρτωλή, με διατήρηση (λίγο-πολύ) της σημασίας της, κατά το αρματολός (και κλέφτης). Κατάσταση, η οποία αν και έχει προκαλέσει πρόβλημα σε αυτόν που την διηγείται, στην ουσία έχει ήσσονος σημασίας γενεσιουργή αιτία.

- Τι έγινε ρε, πάλι τσακωμένοι είστε με τη Λίτσα;
- Άστα, αρματωλή ιστορία. Με ρώτησε αν την αγαπάω κι εγώ της απάντησα πως πρέπει πρώτα να ρωτήσω το λογιστή μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία