Η γυναίκα που προτιμά ερωτικά τις γυναίκες, η λεσβία, η ομοφυλόφιλη.

Κοίτα τις τζιβιτζιλούδες που φιλιούνται!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτή που κάνει τζιβιτζιλικια = σκέρτσα.

Έμπλεξες με τζιβιτζιλού που θα σου κάνει την ζωή σου ποδήλατο μέχρι να την ρίξεις σε κρεβάτι φουκαρά μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η νταρντάνα σε κάποιες περιοχές της επαρχίας. Ενδεχομένως τουρκικής προέλευσης.

Από εκεί βγήκε και το αντίστοιχο καλιαρντό.

- Α αυτή; Τζιβιτζιλού, όλη μέρα στο χωράφι, έχει κάνει κάτι ώμους να!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία