Λεφτά που βγάζει κάποιος ανεπίσημα ή παράνομα, που δεν φαίνονται.
- Τελικά βρήκες καμμιά δουλειά;
- Ε όχι τίποτα φοβερό, βοηθάω ένα γνωστό μου στη δουλειά του και παίρνω κάτι μαύρα.
Λεφτά που βγάζει κάποιος ανεπίσημα ή παράνομα, που δεν φαίνονται.
- Τελικά βρήκες καμμιά δουλειά;
- Ε όχι τίποτα φοβερό, βοηθάω ένα γνωστό μου στη δουλειά του και παίρνω κάτι μαύρα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!