Η φράση «νηστεύω τα νηστίσιμα», μπορεί να λεχθεί σε περιόδους νηστείας. Η φράση δεν σημαίνει μόνο πως δε νηστεύω, αλλά και πως αποφεύγω συστηματικά και τροφές που ενώ θεωρούνται νηστίσιμες, εντούτοις μπορεί να πλαισιώνουν και ένα μη νηστίσιμο γεύμα (πχ ψωμί).

Η φράση δεν εκφράζει συνήθως τη χαλαρή άποψή μας κατά την περίοδο μίας νηστείας, αλλά εμπεριέχει καθ' υπερβολήν το στοιχείο της αντίδρασης προς οτιδήποτε θεωρείται νηστίσιμο (βλ. παράδειγμα 1).

Ωστόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί και η περίπτωση όπου συγκυριακά μας την έχει δώσει να λειτουργήσουμε ως Τάταροι κι ως καθαρόαιμα σαρκοβόρα (βλ. παράδειγμα 2).

Με την εσκεμμένη ή αυθόρμητη εκφορά της φράσης :

α) Τριγκάρονται γλαρίνες, ή άλλα θρησκόληπτα άτομα,
β) προκαλείται έκπληξη σε άτομα του φιλικού μας κύκλου.

Σε περίοδο σαρακοστής
1.
Κάποιος Κώστας που δε νηστεύει επιθυμεί να τριγκάρει δύο γνωστές του θεούσες (Μαρία, Λουκία).
Μαρία: Εμείς νηστεύουμε όλη τη σαρακοστή, με όλους τους τύπους.
Λουκία: Και εμείς το ίδιο. Κανονικότατα και αυστηρότατα.
Κώστας: Κι εγώ κορίτσια νηστεύω. Νηστεύω τα νηστίσιμα. (Το λέει με γέλιο που θυμίζει λαμόγελο)
Μαρία: Εσύ νηστεύεις; Δεν πάμε καλά. Εσύ δε νηστεύεις ποτέ. Πώς το 'παθες;
Λουκία: Α ρε Μαρία. Είσαι περιορισμένης ευθύνης. Δεν το 'πιασες το υπονοούμενο. Δεν είπε πως νηστεύει. Νηστεύει τα νηστίσιμα, είπε.
Κώστας: Κοφ' τη τη νηστεία ρε Μαρία. Αφού σε χαλάει. Δεν το βλέπεις;
Λουκία, Μαρία (ως χορωδία): Α... να χαθείς Αντίχριστε. Ύπαγε οπίσω (του κάνουν και το σχήμα του σταυρού, λες κι ο άλλος είναι ο δαίμονας).

  1. O Πέτρος είναι φοιτητής στα Γιάννενα. Μιλάει με το συμφοιτητή του, το Λάκη, στο χώρο του πανεπιστημίου.
    Πέτρος: Άστα, τον τελευταίο καιρό, έχω 'κονομήσει ένα τεράστιο μπολ με κρέας από το σπίτι μου στην Αθήνα κι απ' την άλλη βαριέμαι να φτιάξω οτιδήποτε άλλο. Και έτσι τρώω κρέας και μόνο κρέας.
    Λάκης: Ουπς! Νηστεύεις κανονικά ε; Χα χα χα.
    Πέτρος: Νηστεύω... Νηστεύω τα νηστίσιμα, όμως. Χα χα χα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία