Το πρόθεμα καρα- έχει βασικά την έννοια της μαύρης απόχρωσης, αλλά στην ελληνική γλώσσα έχει και μια επιτατική εμφατική έννοια, που σημαίνει: πολύ & έντονο.

Βıyık, στα τούρκικα (και όχι büyük = μεγάλο), σημαίνει μουστάκι. Έτσι λοιπόν kara-bıyık-li, και ελληνοποιημένα καραμπουγιουκλής, καραμπουζουκλής, σημαίνει μαυρομούστακος, ή ο έχων μέγα μύστακα, επειδή δε το μουστάκι συνδεόταν με την ανδροπρέπεια, κατ' επέκταση το καραμπουζουκλής σημαίνει και τον έντονα ανδροπρεπή!

Από την ίδια ρίζα βγαίνει και το επώνυμο Μπουγιουκλάκης / Βουγιουκλάκης.

Γειά σου ρε μάγκα καραμπουζουκλή (μαυρομούστακε).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λαϊκή-μαγκικορεμπέτικη λέξη που σημαίνει λεβέντης (λέγεται με διάθεση αστειότητας).

- Μάνα, ζέστανε κάνα φασολάκι απ' το μεσημέρι να φάμε...
- Ό,τι θέλει ο πουτσαράς μου!
- Ρε μάνα, δεν ψήνεις και κανά κοψίδι να κατέβει καλύτερα η πράσινάδα...
- Ό,τι θέλει ο πουτσαράς μου!
- Δεν πιάνεις και λίγη φέτα απ' τον τενεκέ να την κάνεις σαγανάκι...
- Ό,τι θέλει ο καραμπουζουκλής μου!
- Κοίτα μάνα, αν είναι να με βρίζεις άσ' το, θα πα να φάω στα Goody's...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία