Ο στρατιωτικός κουρέας στην στρατιωτική αργκό.

- Ρε συ κι ο λοχαγός στον Νίντζα κουρεύεται; Ο γύφτουλας! Δεν είχε 10 ευρώ να δώσει να πάει έξω να κουρευτεί σαν άνθρωπος;

Υπάρχει... (από Vrastaman, 07/06/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι νίντζα, πέρα από μαυροφορεμένοι πολεμιστές και άψογοι χειριστές σπαθιών τύπου χατόρι χάντζο, εμφανίζονται αθόρυβα, ξέρουν να χρησιμοποιούν τα αστεράκια και τα μουτσακού (βορ. Ελλ.), ή αλλιώς ροπαλάκια (θεσσαλία): πρόκειται για δύο κομμάτια ξύλο σαν λαβές από γκλοπ που συνδέονται μεταξύ τους. Άλλωστε ο καλός ο νίντζα από εκεί φαίνεται... Αν είναι όντως καλός δεν θα χτυπήσει τα αρχ@ του... Αν τα χτυπήσει θέλει κι άλλο εξάσκηση... και φυσικά από εκεί βγήκε και το «πόσα νταν έχεις» (από το αγγλικό done, διότι με την τόση εξάσκηση το επίμαχο σημείο ήταν done, δηλαδή τελειωμένο...).

Γυρνάει ο Κώστας σπίτι του με το μάτι μελανιασμένο...
- Τι έπαθες; ρωτάει η γυναίκα του.
- Μου την έπεσαν στο δρόμο να με κλέψουν.
- Και;
- Δεν βλέπεις;
- Έριξες κι εσύ καμία;
- Έριξα, αλλά ο πούστης έσκασε μύτη σαν νίντζα.

Screw the bike, Ima ninja! (από Galadriel, 07/06/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άτομο που εμφανίζεται από το πουθενά, χωρίς εμφανή προσόντα, και επιτυγχάνει το σχεδόν ακατόρθωτο.

Συχνά αποκαλείται και «τσολιάς», παντρεύοντας έτσι διαφορετικούς πολιτισμούς.

Έμαθες για τον Τάκη; Χρωστούσε 20 μαθήματα τελευταίο έτος και πήρε την υποτροφία για εξωτερικό ο νίντζα.

(από EvoOz, 05/03/09)(από Galadriel, 12/10/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο στρατιωτικός κουρέας. Χρησιμοποιείται για πολύ κοντά κουρέματα και κουρέματα με ψαλιδιές («έπεσε νίντζα»), καθώς και για να περιγράψει κουρείς που έχουν μια τάση να κοντοκουρεύουν ανεξάρτητα του τι ζητήσεις.

  1. Φαντάρος Α: - Πού πας ρε;
    Φαντάρος Β: - Γάμησε... ο λόχας μ' έστειλε στο νίντζα για να κουρευτώ...

  2. (Ο Γιάννης εμφανίζεται στραβοκουρεμένος στην παρέα του)
    Οι άντρες της παρέας:
    - Έπεσε νίντζα βλέπω...

  3. Γιώργος: - Γιατί τα 'κοψες τόσο κοντά ρε;
    Τάσος:
    - Καλά μαλάκα, ο Μίλτος δεν είναι κομμωτής, νίντζα είναι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε on-line gaming, ninja λέμε κάποιον που σου πήρε ενα item που έψαχνες για μέρες ή μήνες.

- Ρε... Επεσε το σπαθί από gruul και ο πούστης ο Greekboy μου το πήρε (νίντζαρε)...
- A... Τον πούστη τον ninja!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μαυροφορεμένες γριές άνω των 80 χρόνων λεπτές μέχρι 1,50 και με καμπούρα στον standard εξοπλισμό που φοράν πάντα και μία μαύρη μαντίλα και δε σε κοιτάν ποτέ στα μάτια για να μην τις αναγνωρίσεις και για να νομίζεις ότι όλες είναι ίδιες. Στην πραγματικότητα είναι μεταμφιεσμένοι γιαπωνέζοι ninja και η καμπούρα κρύβει κατάνες, στιλέτα, κρόταλα, spells και άλλα διάφορα όπλα απαγορευμένα απ' τη συνθήκη της Γενεύης.

- Ρε μαλάκα, μου την έπεσαν 7 γιαπωνέζοι νίντζα...
- Άντε ρε καραγκιόζη, τις γριούλες...
- Ρε αλήθεια σε λέω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται και στα on-line παιχνίδια για να δηλώσουμε ότι κάποιος είναι noob (πρωτάρης-άχρηστος).

- Τι κάνει αυτός ρε ;
- Άστον ρε... κανένας ninja θα είναι πάλι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία