Κουλός είναι και ένα εξάρτημα που τοποθετείται στο τιμόνι, συνήθως φορτηγού ή λεωφορείου, και μπορεί ο οδηγός να στρίψει γρήγορα και με το ένα χέρι.

Eυτυχώς έβαλα κουλό στο φορτηγό και δεν ταλαιπωρούμαι...

(από panman_gr, 12/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άχρηστος, ο ανίκανος, που δεν μπορεί να κάνει ούτε την πιο εύκολη δουλειά.

- Πήρα τον Σάκη για βοηθό στο μαγαζί μου, γιατί μόνος μου δεν την παλεύω.
- Ωχ, μαλακία έκανες. Εγώ δε θα τον εμπιστευόμουν καθόλου, αυτός είναι τελείως κουλός.

Βλ. και παρμένο, άταρο, παράλjυτος, μανταλάκιας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία