Συνδυασμός από τις δυο λέξεις straight και gay. Στα αγγλικά stray.

Αυτός που δεν είναι τίποτα από τα δύο, ούτε άντρας είναι, ούτε την τρίζει την όπισθεν ακριβώς. Στα αγγλικά stray σημαίνει αδέσποτο, και μου αρέσει σαν λέξη, ταιριάζει.

Ο στρέι είναι η νέα γενιά αρσενικού της δεκαετίας που διανύουμε. Δεν βάζει κρέας στον κώλο του (κατά κανόνα), αλλά αγοράζει κρεμούλες για το προσωπάκι του. Δεν το «σηκώνει το σακάκι», αλλά μία χαλάουα την κάνει το καλοκαίρι (για να μην τον λένε βερμουδιάρη), δεν το ζυγίζει το λουκουμάκι, αλλά άμα πάει σε ρεμπετάδικο ή μπουζούκια το χορεύει το τσιφτετέλι του, δεν «τη σφίγγει τη γραβάτα», αλλά ζεϊμπέκικο δεν χορεύει, ή θα χορέψει γκεϊμπέκικο, ή θα περιοριστεί να βαράει παλαμάκια σε γυναίκες που χορεύουν ζεϊμπέκικο. (ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ).

Είναι ο άντρας που έχει πεσμένα επίπεδα τεστοστερόνης. Δεν τον λες πούστη ακριβώς, αλλά άντρας μια φορά δεν είναι. Θα το φορέσει το ροζ το πουκαμισάκι, θα το ξεφυλλίσει το Cosmopolitan, θα την πιει την pina colada του. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.

(Μεταξύ κολλητών)
- Ρε συ; Αυτός ο Θανασάκης τον παίρνει ή δεν τον παίρνει; Δεν μπορώ να βγάλω συμπέρασμα...
- Είναι στρέι ο Θανασάκης, ούτε κι αυτός ξέρει τι είναι...
- Δηλαδή;
- Έχει πέσει περονόσπορος στους άντρες αδερφεεεεεεεέ.
- Λες να του τον βάζουν;
- Δεν ξέρω, αλλά σίγουρα του τον έχουν ακουμπήσει λιγάκι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία