Πήζει το τυρί / φτιάχνει τυρί.

Όταν κάποιος (συνήθως βαρεμένος μαθητής μέσα σε μια τάξη τη ώρα του μαθήματος) επιδίδεται στο ανασκάλεμα των περιεχομένων του παντελονιού του.

Κάποιος βαρεμένος μαθητής μέσα σε μια τάξη, την ώρα του μαθήματος, φτιάχνει τυρί, πήζει τυρόγαλο / μυτζίθρα / μυτζιθρόνι / κεφαλοτύρι.

Kavli Cheese Spread (από Vrastaman, 28/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία