Λέξη ρωσικής προελεύσεως (хохол) που περιγράφει το μεγαλόσωμο και άχαρο άνθρωπο. Ευρέως γνωστή λέξη στη Ρωσία, αφού χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να περιγράψει τους Ουκρανούς ως υπανάπτυκτους. Κατά πάσα πιθανότητα είναι συνώνυμο της ελληνικής λέξης κάφρος.

Στα ελληνικά περιγράφει τον αδαή και βραδύνοα άνθρωπο, που άγεται και φέρεται.

  1. Σε ποιους νομίζουν ότι απευθύνονται, για χαχόλους μάς περνάνε; Δεν θα περάσει έτσι αυτό!

  2. Κακός Χριστόδουλος - κακή εκκλησία. Καλός Ιερώνυμος - καλή εκκλησία. ... Εμείς δεν είμαστε χαχόλοι. (απόσπασμα από blog)

Χαχόλος ουκρανικής προελεύσεως (από krepsinis, 05/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία