Ο άνθρωπος που προσαρμόζει ένα γεγονός ανάλογα με το συμφέρον του. Αυτός που λέει εύκολα ψέματα, με το κατάλληλο πιστευτό ύφος.

Χρησιμοποιείται καθημερινώς στην Κύπρο.

Κλασικοί λαφαζάνηδες, θεωρούνται οι πραγματάδες και οι δικηγόροι.

Παναγιώτης Λαφαζάνης, ΣΥΡΙΖΑ (από Hank, 10/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συναντάται στον πληθυντικό ως «λαφαζάνηδες». Ο ίδιος ο Λαφαζάνης και οι της Λαϊκής Ενότητας, το κόμμα που δημιουργήθηκε από όσους δεν ψήφισαν το «αριστερό» μνημόνιο του 2015. Προεξάρχουσα μορφή αυτών ο Λαπαβίτσας και η δραχμολογία του. Σαφώς υποτιμητική προσφώνηση και πάντα με απαξίωση. Όπως σημειώνει ο μέγας στοχαστής Μιλτιάδης (Βαρβιτσιώτης), «ο πραγματικός ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στους λαφαζάνηδες».

Η έννοια των λαφαζάνηδων επεκτείνεται σε όλους τους πολιτικούς χώρους και δηλώνει όσους κατά κανόνα ακραίους διαφοροποιούνται από την κεντρική κομματική γραμμή. Εξ ου και ο έτερος φιλόσοφος Ευάγγελος (Μεϊμάρ) τονίζει πως θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να συνετίσει τους «Λαφαζάνηδες της Μυκόνου».

- Προτείνω εθνικό νόμισμα και...

- Τι'ν'αυτά που λες ρε κεφτέ; Αυτά τα λένε μόνο όσοι θέλουν να καταστρέψουν τη χώρα όπως οι λαφαζάνηδες!

Στοχαστής επί τω λόγω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία