Το «φιτίλι» είναι θρυαλλίδα πυροδότησης όπλου ή εκρηκτικής ύλης. Ετυμολογείται από το τουρκικό «fitil», απ' το αραβικό «fatil», αλλά κι απ' το αρχαίο ελληνικό «πτίλον», που σημαίνει «φτερό, πούπουλο». Ίσως είναι και τα δύο σωστά και υπήρξε αλληλεπίδραση.
Οπότε η έκφραση σημαίνει: τόσο γρήγορα, όσο ανάβει μια φιτιλιά, όσο εκπυρσοκροτεί ένα όπλο, όσο γίνεται ένα μπαμ.
-Πότε είναι η διορία κύριε Αφεντουλέσκου;
-Χτες! Το θέλω στο πιτς-φιτίλι!
(-Γαμώ το Βουκουρέστι σου, γαμώ!).