Ο αγαπημένος και χαϊδεμένος γιος, ο μεγαλωμένος με φροντίδα και περιποιήσεις.

Ετυμολογία: Από το αρχαίο «καναχή», που σημαίνει «ήχος μετάλλων και μουσικών οργάνων», που προέρχεται από ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kan, σημαίνουσα «ηχώ, τραγουδώ», όθεν το λατινικό «cano», «canticum» (τραγουδώ, τραγούδι), το γαλλικό «chanter» (τραγουδώ), το αγγλικό «hen» (κότα που κακαρίζει), το γερμανικό «Hahn» (καμία σχέση με τον Khan whatsoever). Οπότε ο «κανακάρης» είναι ετυμολογικώς ο μεγαλωμένος με τραγούδια, αν και άμεσα προέρχεται από το ομόρριζο «κανάκι», που σημαίνει «χάδι, καλόπιασμα».

Ο κανακάρης είναι χαρακτηριστικός τύπος Έλλεεινα, που μένει στο σπίτι των γονιών ως τα τριάντα, μόνο για να αλλάξει μετά το χρυσό κλουβί των γονιών του με το οδοντωτό κλουβί κάποιας Ελλεεινίδας. Αν η γυναίκα του δεν πετυχαίνει το παστίτσιο, θα περνάει κι απ' το πατρικό του για να φάει ένα φαΐ της προκοπής.

Έναν κανακάρη τον είχαν και του έκαναν όλα τα χατίρια. Αλλά από όταν τους τον τύλιξε η Λίλιαν, δεν μπορούν να συνέλθουν απ' το σοκ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία