Το λήμμα χρησιμοποιείται ως σκόπιμη παραλλαγή της λέξης «βάρδος», προσδίδοντας στα λεγόμενα μας μια σκωπτική διάθεση όταν αναφερόμαστε σε κάποιον γνήσιο λαϊκό τραγουδιστή. Βέβαια, καλό είναι να μη μας ακούσει ο ίδιος, γιατί συνήθως πρόκειται για ασίκη τύπο που ξηγιέται μόρτικα και δεν είμαστε για τέτοια.

Σημειωτέον, για να χαρακτηριστεί ένας αοιδός ως «λαϊκός φάρδος», πρέπει να συγκεντρώνει τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

  • ηλικία άνω των 60 και παραπανίσια κιλά
  • χρυσά δόντια, πούρο, γκρίζα περούκα και μαύρο γυαλί ηλίου
  • να έχει κάνει πάνω από 5 come back στην πολυκύμαντη καριέρα του
  • να τραγουδάει άσματα με παρατεταμένες χασμωδίες όπως -εεεεε, -ουουουου, -αααααα, -οοοοοο κ.λπ. και
  • τα άσματά του να περιέχουν τετριμμένες, «φθηνές» ομοιοκαταληξίες του τύπου «χέρια-μαχαίρια», «μάτια-κομμάτια», «μόνος μου-πόνος μου»

- Κοντά μας έχουμε έναν γνήσιο λαϊκό φάρδο, τον Μπάμπη Μπουλκουμέ, που θα μας μεταφέρει με τα χασικλίδικά του στην Τρούμπα του Μεσοπολέμου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καλοτυχία που οφείλεται σε πρωκτική ευρύτητα, βλ. και ευρύπρωκτος. Ο λόγος που αυτό συμβαίνει δεν έχει εξηγηθεί με σαφήνεια, ωστόσο απόψεις περί του θέματος θα συναντήσουμε πολλές - με μυστικιστική σχεδόν πάντοτε χροιά («κάτσε να σε γαμήσω για να στο πω», «θα πρέπει να σου ανοίξω το τσάκρας» κ.τ.λ.).

Το μέγεθος του φάρδους ποικίλει ανά περίπτωση και οι τιμές που μπορεί να πάρει προκαλούν δέος.

Φαινόμενο με μεγάλη εντροπία που έχει απασχολήσει από τους αρχαίους καιρούς τους διανοητές (Ευκοιλίδης-τσιρλίδειον εμβαδόν, Φάρδυλος-βιογραφία, Γκαστόνιος-Ουόλτεια Δίσνεια κομιξιλειακά κ.α.)

Κωλοφαρδία, κώλος και φάρδος ταυτίζονται συχνά σαν έννοιες και έχουν ευρεία χρήση.

- Μεγάλο φάρδος ο Χαρούλης, τα κονόμησε από το «τζόκερ».
- Α τον κώλο!

Άμα λέμε για φάρδος. (από Galadriel, 22/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία