Η βαριά μέθη ή μαστούρα ή κούραση ή αποβλάκωση. Το να είσαι γκολ, λιώμα, τέρμα, αλοιφή, ζαμπόν.

Ανέβηκε να μιλήσει πιωμένος και μες τη λιωσμάρα του δεν καταλάβαινε ότι το πανταλύνο του είχε ανοιχτά τα μαγαζιά, και φανήκαν τα παπάρια του! Δεν φορούσε σώβρακο, ο μαλάκας...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία