Στοιβάζω, ταχτοποιώ κατά ντάνες.

κατά τον τριανταφυλλίδη:
ντάνα η [dána] Ο25 : στοίβα από όμοια αντικείμενα, συνήθ. εμπορεύματα: Nτάνες από φύλλα χαρτιού / από πλάκες ξύλου.

[ιταλ. tana `βαθιά τρύπα στο χώμα, λουρίδα υφάσματος΄, με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-ta > tinda > tin-da] ]

Επιτέλους βρήκα χώρο και ταχτοποίησα τα πράγματά μου. Τρία χρόνια τα είχα ντανιασμένα σε μια αποθήκη.

Χταπόδι της Hamas απειλεί να ντανιάσει το Dana International (από Vrastaman, 19/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία