Στοιβάζω, ταχτοποιώ κατά ντάνες.
κατά τον τριανταφυλλίδη:
ντάνα η [dána] Ο25 : στοίβα από όμοια αντικείμενα, συνήθ. εμπορεύματα: Nτάνες από φύλλα χαρτιού / από πλάκες ξύλου.
[ιταλ. tana `βαθιά τρύπα στο χώμα, λουρίδα υφάσματος΄, με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-ta > tinda > tin-da] ]
Επιτέλους βρήκα χώρο και ταχτοποίησα τα πράγματά μου. Τρία χρόνια τα είχα ντανιασμένα σε μια αποθήκη.