Κλασσικά σημαίνει κεραυνός. Σλανγκιστί μπορεί να υποδηλώνει:

1) Τον άνθρωπο που αμολάει μπαρούφες, τον άνθρωπο με εγκεφαλογράφημα ευθεία που λες και έχει πέσει κεραυνός πάνω του και του 'χει νεκρώσει σχεδόν τη διανοητική λειτουργία. (βλ. παράδειγμα 1)

2) Μία, απρόσμενη συνήθως, κακή κατάσταση (που σε χτυπάει ξαφνικά όπως ο κεραυνός). (Βλ. παράδειγμα 2)

3) Στο slang.gr, μια απροσδόκητη κακή βαθμολόγηση, με την έννοια του κεραυνού που πελεκάει τη βαθμολογία (αστέρια) για ένα ή περισσότερα λήμματα. Αντί δηλαδή να αστράφτω εγώ, αστράφτει και με πελεκάει κεραυνός. (βλ.παράδειγμα 3)

  1. Ρε τι αστροπελέκι είναι αυτός Μιστόκλας; Άφησε το σπίτι ξεκλείδωτο κι έφυγε.

  2. Άσ' τα, πάω να σκάσω. Μου ήρθε ένα αστροπελέκι απ' τη ΔΕΗ άλλο πράγμα. Πρέπει να πληρώσω, λέει 3.000 ευρώ. Αυτό δε δικαιολογείται με τίποτα. Μα με τίποτα!

  3. - Και ξαφνικά που λες βλέπω ένα σωρό λήμματα μου μηδενισμένα. Λες κι είχε πέσει αστροπελέκι.
    - Μήπως ήταν ο πέλεκυς της δικαιοσύνης;
    - Γκρρρρρ!

(από GATZMAN, 20/02/09)(από patsis, 16/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία