Κατά λεξικό Μπαμπινιώτη: Μάλλινο, λαϊκό καπέλο με γείσο, κασκέτο.

Ετυμολογία: Προέρχεται από την ρουμανική λέξη «traiasca». Από το επιφώνημα «traiasca Grecia», κραυγή επευφημίας Ρουμάνων εκδρομέων στην Ελλάδα, που την συνόδευαν με το πέταγμα των σκούφων τους στον αέρα, με αποτέλεσμα να παρασυνδεθεί η ονομασία αυτού του καπέλου με την προαναφερθείσα κραυγή, που σήμαινε «ζήτω». Δηλαδή μια ρουμανική λέξη που σημαίνει «ζήτω» έφτασε σ' εμάς να δηλώνει ένα καπέλο. (σ.ς.: Έχω ακούσει και για ενδεχόμενη σχέση με τον αυτοκράτορα Τραϊανό, που κατέκτησε την Δακία, σημερινή Ρουμανία, αλλά δεν είμαι σε θέση να το επιβεβαιώσω).

Σλανγκιστί, είναι το επιφώνημα των σλανγκιστών με τα λίγα ρουμανικά που ξέρουν, μετά από δυναμική παρέμβαση του ρουμάνου του σάιτ, η οποία διασώζει την σλανγκική οικονομία από το κραχ, και χαλιναγωγεί τα φαινόμενα πληθωρισμού μπαγαποντοδοσίας και σπεκουλαδορισμού. Έτσι με έναν καίριο ρουμανικό παρεμβατισμό μπορεί να συνεχίσει μετά το πνεύμα φιλελευθερισμού «laisser faire, laisser slanguer» στα πλαίσια υγιούς ανταγωνισμού και μόνο, και να σωθούν από το κραχ και οι Λήμμαν Brothers & Sisters (με την καλή έννοια). Δεν έχουμε, λοιπόν, παρά να πετάξουμε τα καπέλα μας στον αέρα και να αναφωνήσουμε: «τραγιάσκα!».

Να μην συγχέεται με το μουνί τραγιάσκα.

(Από συνέντευξη γνωστού σλανγκολόγου):
-Είμαι γενικά υπέρ του σλανγκικού φιλελευθερισμού, αλλά νομίζω ότι σε στιγμές κρίσης ο ρουμανικός παρεμβατισμός λειτουργεί συμπληρωματικά για την ευρωστία της σλανγκικής οικονομίας. Εν ολίγοις, θα βγάλω στον ρουμάνο την τραγιάσκα μου, αν ξηγηθεί σωστά όταν πρέπει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία